- εκίνησα
- ἐκίνησαἐκί̱νησα , κινέωset in motion: aor ind act 1st sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐκίνησα — ἐκί̱νησα , κινέω set in motion aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… … Dictionary of Greek